“Στην ημερίδα που οργάνωσε το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης στη Μυτιλήνη για να παρουσιάσει το σύνολο της πολιτικής με έμφαση στις δράσεις του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) που συγχρηματοδοτείται από ευρωπαϊκούς πόρους, μίλησε και ο ΓΓ Αγροτικής Πολιτικής κ. Χ. Κασίμης.
Ο κ.Κασίμης υπογράμμισε την ανάγκη για αλλαγή επιλογών δίνοντας έμφαση ότι η γεωργία δεν μπορεί να είναι μη ανταγωνιστική, χαμηλής προστιθέμενης αξίας και υποβασταζόμενη από τις επιδοτήσεις. Το μοντέλο αυτό δεν είναι βιώσιμο και για εξωγενείς παράγοντες: οι επιδοτήσεις θα μειωθούν σημαντικά μετά το 2020 και η ζήτηση στρέφεται σε ποιοτικά και ασφαλή προϊόντα.
Υπογράμμισε ότι χρειαζόμαστε εξορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας που θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους παραγωγής μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές, στη παραγωγή των κρίσιμων ποσοτήτων ποιοτικών, πιστοποιημένων και τυποποιημένων προϊόντων με ταυτότητα που θα μπορούν να διακινηθούν στις αγορές εσωτερικού και εξωτερικού και τελικά στην αύξηση της προστιθέμενης αξίας που δημιουργείται πάνω στα πρωτογενή προϊόντα με ενσωμάτωση κεφαλαίου, γνώσης και καινοτομίας στη παραγωγική διαδικασία.
Στη συζήτηση που έγινε μετά τις παρουσιάσεις των στελεχών του Υπουργείου, επεκράτησαν οι διευκρινήσεις σχετικά με τα όσα μέτρα παρουσιάστηκαν, ενώ πολλές ήταν οι παρατηρήσεις για αναγκαίες βελτιώσεις που θα λαμβάνουν υπόψη τη πραγματικότητα των παραγωγικών συνθηκών, ειδικά στη Λέσβο.
Όμως η συζήτηση αυτή γύρω από το …δέντρο απέκρυψε και πάλι το δάσος. Δηλαδή αντί η συζήτηση να στραφεί γύρω από το πώς θα υλοποιηθούν οι στόχοι της διακηρυγμένης πολιτικής για «ολοκληρωμένη ανάπτυξη και βιώσιμη ανταγωνιστικότητα του αγροτικού χώρου», εστιάστηκε στο πως θα μεγιστοποιηθεί η απορρόφηση των πόρων. Λογικό σε κάποιο βαθμό αφού εκεί στρέφεται το ενδιαφέρον τον αγροτών και των μελετητών-γεωτεχνικών που τους υποστηρίζουν (χωρίς τη βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων η συζήτηση δεν έχει νόημα), ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξει η ατζέντα της συζήτησης που έχει επιβληθεί από το 1981 μέχρι σήμερα και εστιάζεται στις επιδοτήσεις, σε εκείνη των προϊόντων.
Και ενώ δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς στους στόχους της πολιτικής (άλλωστε σε προηγούμενες δημοσιεύσεις μας έχουμε υποστηρίξει περίπου ταυτόσημες απόψεις), εκεί που φαίνεται να υπάρχει «κενό» και «διαφωνία» είναι σε ότι αφορά στην αντίληψη της κεντρικής διοίκησης και της πολιτικής ηγεσίας για το πώς η πολιτική αυτή (και η όποια πολιτική) μπορεί να εφαρμοστεί, ενώ φαίνεται να μην έχει προβληματίσει η χρόνια αποτυχία των διαρθρωτικών αλλαγών παρά την επιτυχία των απορροφήσεων.
Ακούστηκαν μια σειρά από σχόλια από τις διάφορες παρεμβάσεις -και από τον υπογράφοντα- που θα μπορούσαν να συνοψίσουν σε 3 σημεία το έλλειμμα αυτό:
– Στο ίδιο το Υπουργείο με τον τρόπο που προωθεί τη πολιτική του, οδηγεί τους εμπλεκόμενους να βλέπουν το δέντρο (τις επιδοτήσεις και τις επιμέρους διορθωτικές ρυθμίσεις σε μικρο-οικονομικό επίπεδο) και να αγνοούν το δάσος (ανταγωνιστικότητα προϊόντων).
– Στις Περιφέρειες, στην αρμοδιότητα των οποίων είναι η εξειδίκευση και εφαρμογή των πολιτικών αγροτικής ανάπτυξης, που πορεύονται χωρίς σχέδιο με μόνη πυξίδα την ικανοποίηση των αιτημάτων των παραγωγών για αυξημένες επιδοτήσεις. Η εστίαση στην απορρόφηση των επιδοτήσεων σε συνδυασμό με την έλλειψη ουσιαστικών ελέγχων έχει οδηγήσει όχι απλά σε κατασπατάληση πόρων (πχ. «ακίνητα» τρακτέρ) αλλά και σε υπεξαίρεση τους.
– Στους μηχανισμούς διαμεσολάβησης μεταξύ πολιτείας και αγροτών. Το όλο σύστημα διαμεσολάβησης (αποκεντρωμένες υπηρεσίες, συνεταιρισμοί, ιδιώτες) έχει αλλάξει μορφή τόσο λόγω της υποχώρησης της παρέμβασης του κράτους και των συνεταιρισμών για γνωστούς λόγους, όσο και εξ αιτίας της σχεδόν αποκλειστικής ενασχόλησης του με τις επιδοτήσεις αντί της παραγωγής. Ταυτόχρονα φαίνεται να έχει σχεδόν αποτύχει κάθε προσπάθεια αντικατάστασης των μηχανισμών αυτών από νέους στο επίπεδο των παραγωγών (ομάδες παραγωγών, κοινωνικές συνεταιριστικές επιχειρήσεις), ενώ οι Εταιρείες Τοπικής Ανάπτυξης ασχολήθηκαν με την υλοποίηση του Leader (και επομένως εστιάστηκαν στην απορρόφηση πόρων και όχι στην αγροτική ανάπτυξη) δεν μπόρεσαν να καλύψουν αυτό το κενό.
Τι μπορεί να γίνει για να αλλάξουν συνήθειες και αυτοματισμοί 3 δεκαετιών ώστε να δώσουμε ξανά προτεραιότητα στη παραγωγή σε σχέση με το εργαλείο παραγωγής (επιδοτήσεις); Πως μπορούμε να προωθήσουμε το στόχο «από το χωράφι στο ράφι και στο πιάτο του καταναλωτή (αλλά και του τουρίστα στη δική μας περίπτωση)»; Η παραδοχή του Δ/ντη Αγροτικής Ανάπτυξης ότι στο Τμήμα Σχεδιασμού υπηρετούν μόλις δύο άτομα, αλλά και η απαρίθμηση των δράσεων που υλοποιεί η ίδια διεύθυνση και όχι το πώς αυτές συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγής και του εισοδήματος στο σύνολο του αγροδιατροφικού τομέα αποτυπώνει το μέγεθος του προβλήματος.
Ηδη από τη παρουσίαση του Επιχειρησιακού Προγράμματος της Περιφέρειας (ποιος το θυμάται άλλωστε) είχαμε επισημάνει την ουσιαστική έλλειψη σχεδίου και την απλή παράθεση των δράσεων του εθνικού προγράμματος. Ετσι ποτέ δεν τέθηκαν τα ερωτήματα για το πως παράγουμε περισσότερο ποιοτικό γάλα και τυρί (ελιές και λάδι, σταφύλια και κρασί, μέλι κλπ) και πως το τοποθετούμε στις αγορές (τοπική, εθνική, παγκόσμια) αλλά το κείμενο εστιάστηκε στο ποιες χρηματοδοτήσεις υπάρχουν. Δεν φτιάχτηκε ένα σχέδιο με συγκεκριμένα βήματα με τις απαραίτητες ενέργειες που να ξεκινά από το χωράφι και τη παραγωγή της πρώτης ύλης και να φτάνει μέχρι τη διάθεση του τελικού προϊόντος και πάνω εκεί να «κουμπώσει» κανείς τις υπάρχουσες χρηματοδοτήσεις για υποδομές, για επενδύσεις βελτίωσης αγροτικών εκμεταλλεύσεων, για προσέλκυση νέων αγροτών, για κατάρτιση παλαιών και νέων αγροτών, για δικτύωση παραγωγών και επιχειρήσεων, για ανάπτυξη καινοτομιών, για υποστήριξη της βιολογικής παραγωγής και της παραγωγής σε περιοχές με φυσικά και ειδικά μειονεκτήματα όπως τα νησιά και οι προστατευόμενες περιοχές, για βελτίωση των όρων διαβίωσης στην ύπαιθρο, για διαφοροποίηση του εισοδήματος στην ύπαιθρο με ανάπτυξη παράλληλων δραστηριοτήτων, για συμβουλευτικές υπηρεσίες κλπ εκεί όπου χρειάζεται. Και όταν δεν προβλέπονται χρηματοδοτήσεις για κάποιες κρίσιμες για το συνολικό αποτέλεσμα δράσεις (πχ. logistics) αυτές είτε να χρηματοδοτηθούν από άλλα προγράμματα, από τον προϋπολογισμό της Περιφέρειας, είτε να αναζητηθούν από εθνικούς πόρους. Τέλος, αν το εμπόδιο είναι θεσμικό, δηλαδή καθορίζεται από εθνική νομοθεσία και υπουργικές αποφάσεις, θα πρέπει με τεκμηριωμένο τρόπο να ζητηθεί η αντιμετώπιση του. Αυτός είναι ολοκληρωμένος σχεδιασμός. Αντίθετα από τη πλευρά της Περιφέρειας συνεχίζονται αποσπασματικές δράσεις χωρίς συνοχή και με χαμηλή αποτελεσματικότητα, όπως φαίνεται από το αποτέλεσμα.
Αρκεί ένας σχεδιασμός όσο σωστός και αν είναι; Όχι βέβαια. Ειδικά αν αυτός δεν γίνει σε συνεργασία με τους άμεσα ενδιαφερόμενους ώστε να έχει σχετικά υψηλή πιθανότητα επιτυχίας και αν δεν έχει τους κατάλληλους «διαμεσολαβητές» που θα συμβάλλουν στην υλοποίηση των στόχων του σχεδιασμού. Η έλλειψη των διαμεσολαβητών υπογραμμίστηκε από πολλούς ομιλητές και με δεδομένη την απουσία των «τελικών δικαιούχων» (αγροτών, κτηνοτρόφων, μεταποιητών, επαγγελματιών κλπ) από την αίθουσα, γεγονός που καθιστά απαραίτητη τη λειτουργία «αναμεταδοτών» της πληροφορίας σε εκλαϊκευμένη μορφή. Πέρα από τους ιδιώτες μελετητές-γεωτεχνικούς που έχουν καθημερινή συνεργασία με τους παραγωγούς, απαιτείται η ενεργοποίηση προς τη κατεύθυνση αυτή των Εταιρειών Τοπικής Ανάπτυξης αλλά και της πρόσφατα ανασυσταθείσας ΕΝΑ Περιφέρειας Β.Αιγαίου.
Όμως πριν από τη πληροφορία πρέπει να περάσει το μήνυμα προς όλους: στροφή από τις επιδοτήσεις στη παραγωγή ανταγωνιστικών και ποιοτικών προϊόντων. Αποτελεί το πρώτο βήμα ώστε να υπάρξει η αναγκαία διαρθρωτική αλλαγή πριν είναι αργά. Και γι’αυτό πρέπει να αξιοποιηθούν όλοι όσοι (παραγωγοί, μεταποιητές, έμποροι, διαμεσολαβητές) έχουν καταλάβει ότι πρέπει να «αλλάξουν για να μην βουλιάξουν». Είναι γνωστοί στις τοπικές κοινωνίες αλλά και ευρύτερα από τις επιτυχίες τους (πχ. εξαγωγές, διεθνή βραβεία) και συχνά ψάχνουν απεγνωσμένα στηρίγματα γιατί είναι ιδιαίτερα δύσκολο να βρίσκονται ταυτόχρονα και στο χωράφι για να εξασφαλίσουν τη παραγωγή υψηλής ποιότητας πρώτη ύλη, και στην τυποποίηση ώστε να εξασφαλίσουν υψηλής ποιότητας προϊόν και στην αγορά για να πουλήσουν σε ικανοποιητική τιμή, και στα γραφεία ώστε να αποσπάσουν αυτό που δικαιούνται (επιδοτήσεις, πιστοποίηση, δάνειο κλπ).
Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν καθημερινά αφού οι αλλαγές που έχουν ξεκινήσει ήδη από τη προηγούμενη δεκαετία σε ευρωπαϊκό επίπεδο αναμένεται να αλλάξουν πλήρως το τοπίο από την επόμενη δεκαετία. Δικαιολογίες δεν υπάρχουν. Ευθύνες ναι.”
Μυτιλήνη 30/9/2017
Γ. Σπιλάνης