Σε μία μακροσκελή επιστολή που έστειλε στο Lesvosnews.gr ο κ. Κωνσταντίνος Ράπτης – συνιδιοκτήτης του φροντιστηρίου “Πράξη” – απευθύνεται προς τους γονείς των μαθητών και εκφράζεις τις απόψεις του για τα φροντιστήρια και τη “μαύρη εργασία” καθηγητών του δημοσίου με τα “κατ ‘ οίκον μαθήματα”.
Ο κ. Ράπτης αναφέρει στην επιστολή του:
“Σε αντιδιαστολή με την επικρατούσα πεποίθηση, φροντιστηριακές δομές υπάρχουν σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Ο ρόλος του φροντιστηρίου σε κάθε μία από αυτές είναι συγκεκριμένος και διακριτός σε σχέση με αυτόν του σχολείου και οριοθετείται από τις ιδιαιτερότητες και τις λειτουργίες του εκάστοτε εκπαιδευτικού συστήματος. Είτε για να υποστηρίξει τους αδύναμους μαθητές να προαχθούν στην επόμενη τάξη, είτε για να βοηθήσει τους άριστους να περάσουν στη σχολή της επιλογής τους, είτε για να συνδράμει στην οργάνωση της μελέτης του συνόλου των μαθητών, το νόμιμο φροντιστήριο αποτελεί το έρεισμα της εκπαιδευτικής πορείας εκατομμυρίων εφήβων και νέων σε όλον τον κόσμο κάθε χρόνο.
Στην Ελλάδα το φροντιστήριο εμφανίζεται τη δεκαετία του 1920 και για σχεδόν εκατό χρόνια τώρα, αποτελεί έναν ισχυρό εκπαιδευτικό θεσμό που καταφέρνει να υποστηρίζει τους μαθητές που το εμπιστεύονται, όχι μόνο σε ακαδημαϊκό, αλλά επίσης σε ηθικό και ψυχολογικό επίπεδο. Και ενώ στην ελληνική επικράτεια, σε νομούς αντίστοιχου πληθυσμιακού δυναμικού με του δικού μας λειτουργούν τριάντα έως σαράντα φροντιστήρια, στο νομό Λέσβου δραστηριοποιούνται μόλις δέκα. Τα μαύρα και παράνομα ιδιαίτερα μαθήματα των καθηγητών της δημόσιας εκπαίδευσης έχουν λάβει διαστάσεις χιονοστιβάδας στη Λέσβο και ωθούν στο μαρασμό τα φροντιστήρια, τα οποία είναι καθόλα νόμιμες επιχειρήσεις που καταβάλουν φόρους στο δημόσιο, εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και βέβαια δίνουν δουλειά σε επιστήμονες. Σε αυτήν την επιστολή θα προσπαθήσουμε να καταδείξουμε τις πρακτικές, κοινωνικές, εκπαιδευτικές και ηθικές επιπλοκές της επιλογής του μαύρου και παράνομου ιδιαίτερου μαθήματος στο πεδίο της προσωπικής εξέλιξης του μαθητή, αλλά και της κοινωνικής παθογένειας που αυτή γεννά.
Καταρχήν, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι η παράδοση ιδιαίτερων μαθημάτων από καθηγητές του δημοσίου είναι παράνομη και επιφέρει σύμφωνα με το νόμο βαρύτατες ποινές, ως και την οριστική παύση των επίορκων καθηγητών. Πέραν όμως της καταφανούς παρανομίας, το ζήτημα που εγείρεται είναι κατά βάση ηθικό. Ένας δημόσιος υπάλληλος αμείβεται από το δημόσιο, δηλαδή κατ’ ουσίαν από τους φορολογούμενους πολίτες, τους οποίους καλείται να υπηρετεί. Ο καθηγητής που επιλέγει να προσφέρει ιδιαίτερα μαθήματα όμως, μετατρέπει το σχολείο, το χώρο στον οποίο θα έπρεπε να ασκεί το λειτούργημά του, σε πεδίο άγρας πελατών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο υποσκελίζει το δημόσιο σχολείο, έχοντας ως μοναδικό γνώμονα τον πλουτισμό. Εάν εστιάσουμε στην αντίφαση που αναδύεται όταν ένας εκπαιδευτικός παρέχει την ίδια υπηρεσία στους ίδιους μαθητές σε δύο διαφορετικά πλαίσια, στο ένα εκ των οποίων η χρηματική δοσοληψία είναι άμεση, είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς αν ο εκπαιδευτικός επιτελεί με την ίδια ευσυνειδησία το έργο του στις δύο περιπτώσεις. Μ’ άλλα λόγια, αναδύεται ένα μείζον ηθικό ζήτημα όταν ένας καθηγητής κρατάει τις δυνάμεις του το πρωί στο σχολείο για να ξεδιπλώσει το πραγματικό του “ταλέντο” και τη διδακτική του “δεινότητα” το απόγευμα, εκεί που το αντιστάθμισμα της διδασκαλίας είναι ζεστό, μαύρο μετρητό. Βέβαια, η αυτοεκπλειρούμενη προφητεία της απόδοσης της ιδιότητας του καλού δασκάλου στους επίορκους καθηγητές του δημοσίου είναι εύκολο να καταρριφθεί, αν αναλογιστεί κανείς ότι εκείνοι είναι που έχουν την ευχέρεια να επιλέξουν, απαλλαγμένοι από οποιοδήποτε βιοποριστικό άγχος, να παραδίδουν μαθήματα μόνο σε μαθητές των οποίων οι επιδόσεις είναι υψηλές. Και θα ήταν αφελές να μην αναρωτηθούμε σχετικά με το βαθμό δυσκολίας των διαγωνισμάτων πολλών “ιδιαιτεράκηδων”, ο οποίος φαίνεται να αφήνει αλώβητους μόνο τους “πεφωτισμένους” μαθητές τους, που τα απογεύματα παρκάρουν τα μηχανάκια τους σε σειρά έξω από τα σπίτια των δασκάλων τους, τις ώρες εκείνες που τα θέματα της επομένης συζητούνται και λύνονται κεκλεισμένων των θυρών, επισφραγίζοντας το ανίερο της συμφωνίας. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές πως δεν μπορεί να γίνει οποιαδήποτε αξιολογική κρίση σχετικά με την ικανότητα τέτοιου είδους δασκάλων, που να βασίζεται στις βαθμολογίες των μαθητών που τους εμπιστεύονται. Απαλλαγμένοι από οποιαδήποτε αντικειμενική αξιολόγηση (στην οποία υπόκεινται σε καθημερινή βάση τα φροντιστήρια και οι καθηγητές τους) οι ψοφοδεείς “ιδιαιτεράκηδες” μοιράζουν ανενόχλητοι τα θέματα της επόμενης μέρας στους “δικούς τους”, ή προκαλούν ανοιχτά την τοπική κοινωνία εξετάζοντας προφορικά τους ίδιους τους μαθητές των ιδιαιτέρων μαθημάτων τους ακόμη κι εκείνη, την ημέρα της πανελλαδικής εξέτασης.
Βέβαια, οφείλουμε ειδική μνεία στο σαθρό επιχείρημα που επικαλούνται όσοι επιλέγουν να παραδίδουν ιδιαίτερα μαθήματα, αυτό του χαμηλού μισθού που δε φτάνει να καλύψει τις βασικές ανάγκες του εκπαιδευτικού και της οικογένειάς του. Αρκεί να αναλογιστούμε το ίδιο επιχείρημα να αρθρώνουν άλλοι δημόσιοι λειτουργοί για να δικαιολογήσουν την παράλληλη ιδιωτική δραστηριότητά τους. Αν ένας δικαστής ή ένας αστυνομικός ή ένας γιατρός διατύπωνε ανάλογες αξιώσεις και αποφάσιζε να δικάσει, να προστατέψει ή να κουράρει συγκεκριμένους πολίτες που θα αποζητούσαν, με το αζημίωτο βέβαια, την ιδιαίτερη μεταχείρισή τους, αυτοστιγμεί θα καταλυόταν οποιαδήποτε αίσθηση ισονομίας, πρόνοιας, ή δημοκρατίας. Εντελώς αντίστοιχα, το μαύρο ιδιαίτερο μάθημα αποσαθρώνει την εκπαίδευση, αποτελεί την πραγματική παραπαιδεία (ένας όρος που άδικα αποδίδεται στα φροντιστήρια, αφού για παράδειγμα οι ιδιώτες ιατροί δεν ασκούν την παρα-ιατρική, έτσι και τα φροντιστήρια δεν μπορεί να ασκούν την παραπαιδεία) η οποία εδώ λειτουργεί ως αντι-εκπαίδευση και κατ’ ουσίαν αντι-παιδεία. Εξάλλου, όποιος θεωρεί ότι ο μισθός του καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης δεν του αρκεί, μπορεί κάλλιστα να παραιτηθεί και να εξασφαλίσει με άλλον τρόπο τα προς το ζην. Οφείλουμε ως μέλη της συλλογικότητας στην οποία ανήκουμε να βάλουμε ένα όριο στην καταστρατήγηση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας από τους ίδιους ανθρώπους που οφείλουν να την υπηρετούν, οι οποίοι απεναντίας τη διασύρουν, προκειμένου να φουσκώσουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, καθώς πληρώνονται αδρά για να επιτελέσουν το έργο που θα έπρεπε να επιτελούν στο σχολείο, στα ειδικά διαμορφωμένα δωμάτια των σπιτιών τους.
Το ηθικό ζήτημα όμως δεν αφορά μόνο τους επίορκους καθηγητές του δημοσίου, αλλά και τους μαθητές των οποίων οι οικογένειες έχουν επιλέξει τα παράνομα και μαύρα ιδιαίτερα μαθήματα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τι αντίκτυπο μπορεί να έχει στη διαμόρφωση ενός εφήβου η κανονικοποίηση της παρανομίας, η τακτική συμμετοχή σε μια μαύρη δοσοληψία και σε τελική ανάλυση, η κοινωνική θέσμιση μιας επαίσχυντης πρακτικής. Διαβιούμε κατά τη συγκυρία μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης, της οποίας οι κλυδωνισμοί συνταράσσουν την ηθική, πνευματική, αξιακή και κατ’ επέκταση θεσμική πλαισίωση της εθνικής συλλογικότητάς μας. Αν το τελικό μας μέλημα είναι η κατασκευή μιας αυτοκτονικής και χαώδους κοινωνίας, η οποία αυτοαναιρείται τρώγοντας τις σάρκες της, καθώς αδιαφορεί ενώ οι νέοι της εκπαιδεύονται από τους ίδιους τους δασκάλους τους να αποδέχονται και να συμμετέχουν σε τερατωδώς αντιφατικές και παράνομες πρακτικές, τότε είμαστε σε καλό δρόμο. Αν όμως θέλουμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας με τρόπο ώστε να μη γίνουν απαθείς απέναντι στην παραβατικότητα, να μη σηκώνουν τους ώμους αδιάφορα όταν βασικοί κανόνες κοινωνικής συμβίωσης καταστρατηγούνται, αν θέλουμε να τους δείξουμε ότι έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τα κακώς κείμενα στον τόπο τους και να δομήσουν μία κοινωνία απαλλαγμένη από μία παραλυτική διαφθορά, τότε οφείλουμε να απορρίψουμε και να καταγγείλουμε τέτοιες αλλά και αντίστοιχες πρακτικές. Καλούμε λοιπόν όσους εμπλέκονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τη μέση εκπαίδευση να περιθωριοποιήσουν την πρακτική του ιδιαίτερου μαθήματος ως ανάρμοστη στην ιδιότητα του δασκάλου· τους γονείς να επανεξετάσουν και να αντισταθμίσουν τα οφέλη του μαύρου, ιδιαίτερου μαθήματος με αυτά του φροντιστηριακού· τους μαθητές να αντιληφθούν την αντικανονικότητα των απογευματινών μαθημάτων που παραδίδει ένας διορισμένος καθηγητής.
Συνοψίζοντας, τα οφέλη που μπορεί να δρέψει ένας μαθητής από το φροντιστήριο είναι πολλαπλά σε σχέση με το ιδιαίτερο μάθημα. Ας δούμε επιγραμματικά τι επιλέγει η οικογένεια που προτιμάει το φροντιστήριο:
- Επιλέγει τετραμελή τμήματα, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις είναι ακόμη μικρότερα, δηλαδή ακριβώς το μέγεθος των γκρουπ των ιδιαιτέρων μαθημάτων, σε τιμή που μπορεί να είναι ακόμη και πέντε φορές μικρότερη.
- Επιλέγει την τακτική επικοινωνία με τους διδάσκοντες.
- Επιλέγει την ενημέρωση σε θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού.
- Επιλέγει τη συνεχή πληροφόρηση σε θέματα που άπτονται της σχολικής πορείας των μαθητών (από την κατανομή των σχολών στα επιστημονικά πεδία και τις αντίστοιχες κατευθύνσεις, μέχρι τη βαθμολόγηση και τη σύνταξη του μηχανογραφικού δελτίου)
- Επιλέγει τη συμμετοχή σε ομάδες διαχείρισης άγχους και ψυχολογικής υποστήριξης.
- Επιλέγει την αρωγή ακόμη και μετά το πέρας του λυκείου.
- Επιλέγει να στηρίξει μία επιχείρηση, η οποία μελλοντικά θα μπορούσε να δώσει δουλειά στους ίδιους τους μαθητές της.
- Επιλέγει την εμπειρία και το κύρος μιας ομάδας καθηγητών που αξιολογούνται σε καθημερινή βάση από τους μαθητές τους, τους γονείς τους, τους υπεύθυνους σπουδών του φροντιστηρίου, ενώ η δουλειά τους τελεσφορεί αποδεδειγμένα.
- Επιλέγει τη νομιμότητα.
Εν κατακλείδι, επιθυμούμε να καταστήσουμε σαφές ότι επιλέξαμε τη φροντιστηριακή εκπαίδευση από αγάπη για το χώρο του φροντιστηρίου, ζήλο για το αντικείμενο και ουσιαστικό ενδιαφέρον για τους μαθητές, την πρόοδό τους και την ανάπτυξη των ικανοτήτων τους. Ένα ενδιαφέρον που πηγάζει από τη βαθιά αίσθηση χρέους απέναντι στην κοινωνία και την ισχυρή πεποίθηση ότι η εκπαίδευση αποτελεί την ύψιστη μορφή συλλογικής πράξης και λόγου, κατ’ επέκταση το υπέρτατο καθήκον μας ως πολίτες.”
Κωνσταντίνος Ράπτης