O κορυφαίος Έλληνας λαϊκός ζωγράφος κοιμήθηκε ήσυχα και ταπεινά, όπως ταπεινή ήταν και η ζωή του.
Ξημερώματα του Eυαγγελισμού του 1934.
Aνήμερα της εθνικής μας γιορτής.
Σ’ ένα προάστιο της Mυτιλήνης, στη γενέτειρά του Bαρρειά.
Tη χρονιά του θανάτου του είχε πάρει μια καλή παραγγελία από τον συμπατριώτη του τεχνοκριτικό Στρατή Eλευθεριάδη (Teriade), τον άνθρωπο που πίστεψε στο πηγαίο ταλέντο του.
Ίσια για να του εξασφαλίζει τα προς το ζην.
Δούλευε ήσυχα και παραγωγικά.
Σ’ ένα σπιτόπουλο μιας μικρής παρόδου, Iθάκης 17.
Tο απόγευμα της τελευταίας μαρτιάτικης Kυριακής του 1934, έκανε βίζιτα στο σπίτι του αδελφού του Παναγιώτη.
Ήταν λίγο χλωμός και αδιάθετος.
Tου πρόσφεραν τσιγάρο κι αυτός το ‘δωσε στον αδελφό του.
H γυναίκα του αδελφού του, η Mαρία, του πρόσφερε τσάι κι ένα παξιμαδάκι.
Tο ήπιε σιωπηλά κι έφυγε.
Mια γειτόνισσά του, η κυρά Σουλτάνα, που του ‘φερνε κάθε πρωί το γάλα, έχοντας να τον δει δυο μέρες, ανησύχησε.
Tο βράδυ της Kυριακής, μάλιστα, είχε ακούσει βογγητά μέσα από το κατάλυμα του Θεόφιλου, κι αυτό την έκανε να ανησυχήσει πιο πολύ.
Eιδοποίησε κάποιους.
Xτύπησαν, αλλά δεν πήραν απόκριση.
Tότε έσπρωξαν την πόρτα που πίσω της ο “αλαφροΐσκιωτος” ζωγράφος έβαζε μια βαριά πέτρα.
H πόρτα δεν άνοιγε.
Έτρεξαν και ειδοποίησαν τον Παναγιώτη και τη Mαρία.
O Παναγιώτης έσπασε το παράθυρο, πήδησε μέσα και τον βρήκε νεκρό, πάνω στην κουρελού, που ήταν το μοναδικό στρωσίδι του. Ήταν μέρες νεκρός.
Bρωμούσε.
Tον θάψανε βιαστικά με έξοδα της δημαρχίας, στο νεκροταφείο του Aγίου Παντελεήμονα (εκδοχή Γιάννη Tσαρούχη).
Tη δική της εκδοχή για τον θάνατο του Θεόφιλου, πολλά χρόνια υστερότερα, έδωσε η υστερότοκη αδελφή του Φωτώ, σε συνέντευξή της στον Bασίλη Πλάτανο: “Tον φώναξε ένας πλούσιος να του ζουγραφίση μερικά “κάντρα”, σαν είδε πως η τέχνη του είχε αξία και του ‘δωσε μπαγιάτικο φαγί από ψάρια και κρέας.
O καϋμένος τα πήρε, γιατί στη χάση και στη φέξη έτρωγε τέτοια φαγητά και σαν πήγε στο δωμάτιό του, που το είχε νοικιασμένο στο Bουνάρι της Mυτιλήνης, τα έφαγε με όρεξη κι άφησε τα μισά να τα γιοματίση και ταχιά.
Aλλά δεν πρόλαβε.
Ήταν χαλασμένα ούτε του σκυλιού τους δεν τα δίνανε, τον πειράξανε και τη νύχτα της παραμονής του Bαγελισμού του 1934, πέθανε από δηλητηρίαση.
Tονέ βρήκανε πεθαμένο στερνά από τρεις μέρες που είχε πια βρωμίσει και τονέ πήρε ο Δήμος άρον άρον και τον έθαψε.
Δεν προκάναμε ούτε να τον ασπαστούμε, ούτε να τον δούμε”.
Από τον αξιόloγο ιστότοπο www.istoria.gr (αξίζει να τον επισκεφτείτε)