(της δημοσιογράφου Μαργαρίτας Ικαρίου)
Ποιος αγαπάει αληθινά τούτον τον τόπο; Οι πολιτικοί τελάληδες; Οι διαφημιστές, οι σπιούνοι, οι εθνικιστές, οι γελωτοποιοί, οι μαθητευόμενοι μάγοι, οι μπροστάρηδες τράγοι, οι εταίρες των εταίρων, οι σφουγγοκωλάριοι των «αστέρων»; Οι απροσκύνητοι, οι ευσυγκίνητοι, οι μη προνομιούχοι, οι συνταξιούχοι, οι κάποτε μικρομεσαίοι και σήμερα πενιχροί, οι ανένταχτοι, οι ανίσχυροι με την ισχυρή άποψη ή οι ισχυροί με την ανίσχυρη αντίδραση; Οι απελπισμένοι ή οι τηλεκανιβαλιστές; Οι αγανακτισμένοι καταναλωεθισμένοι ή οι ανονείρευτοι διαχειριστές; Οι έμποροι της πολιτικής ελπίδας και οι ακονιστές της κοινωνικής λεπίδας; Ή οι διαβιούντες με ψυχή και ψιχία; Οι σοβαροφανείς γελοιωδέστατοι και οι προκλητικοί εξυπηρετητές των συμφερόντων ή οι ανήσυχοι εμπνευστές της αμφισβήτησης; Οι νονοί της πληροφόρησης, οι εργολάβοι των πάρεργων και οι εργολήπτες της γονυκλισίας; Ή όσοι σθεναρά αντιτάσσονται στον εκφασισμό της κάθε μέρας και στην ένταξή τους στον παχυλό πολτό μιας σιωπηρά καθυποταγμένης βιομάζας;
Ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο; Τι ξημερώνει τη Δευτέρα, στο ναι μας ή στο όχι; Διαπραγμάτευση από μηδενική βάση σημαίνει εκμηδενισμός της ζωής μας, υποθήκη του μέλλοντός μας και ομηρία για τα παιδιά μας; Συστράτευση με τις νόρμες των «θεσμών»-γόρδιων δεσμών σημαίνει άνευ όρων συνθηκολόγηση προς τα επιβαλλόμενα με χρονική παράταση στο μαρτύριο της σταγόνας;
Ποιος –να πάρει- λέει αλήθεια και ποιος ψέματα; Ποιος παροδηγεί και ποιος ποδηγετεί; Πόσα διλήμματα να αντέξει αυτός ο έρμος πολίτης, εθισμένος κάποτε στην υπερκατανάλωση αγαθών και σήμερα, πομφόλυγων. Πόσος φόβος και πόση απειλή κρύβεται πίσω από διφορούμενες έννοιες-κι ακόμη περισσότερο, από πολιτικές ερμαφρόδιτες… Πόση ανασφάλεια κρύβει το συννεφάκι του αύριο…. Που να βρεθεί ακίδα να διατρυπήσει την κρούστα του «δεν γνωρίζω πραγματικά ποιες θα είναι οι εξελίξεις», όταν σύμπασες οι πολιτικές δυνάμεις, ερμηνεύουν τα γεγονότα και τις αποφάσεις, τις εξελίξεις και το τι μέλλει γενέσθαι για τη χώρα, με το δικό τους αστρολάβο; Σαν τις Πυθίες, μασώντας τα δαφνόφυλλα της εξουσίας, βγάζουν χρησμούς διφορούμενους, με λόγια ακατάληπτα: «Ήξεις αφίξεις ου εν ΑΤΜ θνήξεις…»
Μα πεθαίνουμε κάθε μέρα. Πεθαίνουμε νοητικά κι αναξιοπρεπώς. Ο «θάνατος του εμποράκου» δεν προήλθε μόνον από τις κλειστές τράπεζες μα από ένα άξενο επιχειρηματικά περιβάλλον, δομημένο στη μέγγενη της δημόσιας διοίκησης. Το «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» δεν αφορά μόνο στο μέλλον και τις ελπίδες της νέας γενιάς. Είναι ένα χρόνια συντελεσμένο έγκλημα κατά της αξιοπρέπειας του πολίτη. Είναι εκείνο το ίδιο που τον οδηγούσε –κάποτε- στα βολευτικά βουλευτικά γραφεία για μια θεσούλα ή θεσάρα στο δημόσιο. Για ένα ρουσφετάκι, ένα φακελάκι, το γρηγορόσημο ή το χελωνόσημο, τα κλειστά στόματα και τα μισόκλειστα μάτια στις όποιες υποθέσεις παρανομίας, καταπλακώσαμε με μπάζα, γιαπιά, τσιμέντα και επιδοτήσεις τα ακριβαποκτημένα με αγώνες δικαιώματά μας. Κι από λαός εξεγερμένων γίναμε λαός συναλλαγμένων. Χρηματιζόμενων και κομματοχρισμένων. Σκιαγμένων και φοβισμένων. Γιατί όσο περισσότερο καλλιεργείται ο φόβος, όσο μεγαλώνει τερατικά η επικρεμάμενη απειλή για τη ζωή, το μέλλον και την περιουσία, τόσο αμβλύνονται τα αντανακλαστικά του πολίτη ως προς την περιφρούρηση των ατομικών ή συλλογικών του δικαιωμάτων. Και γίνεται η διαβίωση ένα τρενάκι τρόμου, όπου από κάθε σκοτεινή γωνιά μπορεί και να ξεπεταχτούν βρικόλακες και τέρατα του παρελθόντος…
Κουράστηκα με τα δίπολα. Βαρέθηκα τις διγλωσσίες. Σιχάθηκα την πόλωση. Αηδίασα τις διχαστικές αποφορές. Έφτυσα την τηλεκαναλοτρομολαγνεία. Γύρισα πλάτη στους «καθοδηγητές» της άποψής μου.
Μη μου λες, ΤΙ να ψηφίσω. Άσε με να βρω, ΠΩΣ θέλω να ζήσω!