Σε συναγερμό βρίσκονται από χθες οι αστυνομικές αρχές της Λέσβου, εξαιτίας της μεταγωγής του 34χρονου Τσετσένου Amaev Khavazi ενώπιον των δικαστών του Εφετείου Βορείου Αιγαίου, το οποίο εξετάζει την έκδοσή του στις Ρωσικές αρχές, δεδομένου ότι κατηγορείται για τη δολοφονία πέντε Ρώσων αστυνομικών και τον τραυματισμό άλλων τεσσάρων.
Την 05/09/2014, στην θαλάσσια περιοχή Οινουσσών Χίου, εντοπίστηκε από σκάφος του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής μηχανοκίνητη λέμβος, με (46) επιβαίνοντες, οι οποίοι επιχειρούσαν να εισέλθουν παράνομα στη χώρα μας.
Μεταξύ των επιβαινόντων, η πλειοψηφία των οποίων ήταν υπήκοοι Συρίας, βρισκόταν και ο 34χρονος Τσετσένος , ο οποίος δήλωσε ψευδή στοιχεία ταυτότητας.
Μετά από συνεργασία των Ελληνικών Αστυνομικών Αρχών με τις αντίστοιχες Ρωσικές, μέσω της Interpol, ταυτοποιήθηκε και επιβεβαιώθηκε ότι πρόκειται για τον 34χρονο υπήκοο Amaev Khavazi σε βάρος του οποίου εκκρεμούσε διεθνές ένταλμα σύλληψης, βάση Ερυθράς Αγγελίας, για συμμετοχή σε παράνομη, ένοπλη οργάνωση και επίθεση σε υπαλλήλους εφαρμογής του νόμου.
Ειδικότερα, κατηγορείται ότι, ως μέλος παράνομης ένοπλης οργάνωσης, στην οποία συμμετείχε από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 2009, επιτέθηκε με αυτόματο πυροβόλο όπλο και χειροβομβίδα, σε οχήματα με επιβαίνοντες αστυνομικούς, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε και να τραυματιστούν τέσσερις αστυνομικοί, σε περιοχή της Ρωσίας.
Ο ανωτέρω από το έτος 2012 διέμενε στην Τουρκία, ενώ συνελήφθη με εντολή του Εισαγγελέα Εφετών Βορείου Αιγαίου, με σκοπό την έκδοσή του στις Ρωσικές Αρχές.
Σήμερα Παρασκευή, αναμένεται η απόφαση από το δικαστήριο, για το αν θα εκδοθεί στη Ρωσία ή όχι.
Άρθρο της Καθημερινής
“Γιατί πέρασε στην Ελλάδα ο σκληρός Τσετσένος”
Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ, Φωτογραφία: ENRI CANAJ
«Μου είχε πει να τον περιμένω. Ότι θα έβρισκε τρόπο να έρθει στο Παρίσι να ζήσουμε μαζί. Τελικά, αρχές Σεπτεμβρίου με πήρε τηλέφωνο από τη φυλακή της Χίου», λέει στην «Κ» η Zarema σύζυγος του 34χρονου Τσετσένου Amaev Khavazi που συνελήφθη στις 5 Σεπτεμβρίου, ενώ προσπαθούσε μαζί με 45 παράτυπους μετανάστες να προσεγγίσει με βάρκα τις ελληνικές ακτές στην περιοχή των Οινουσσών. Φορώντας ένα μαύρο νικάμπ (ολόσωμο ένδυμα που αφήνει ακάλυπτο μόνο το πρόσωπο), το βλέμμα να κοιτά χαμηλά και τα χέρια σταυρωμένα στο ύψος της κοιλιάς η 37χρονη διηγείται ότι όταν συνάντησε το σύζυγό της στα κρατητήρια, τα ρούχα του ήταν ματωμένα. «Είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει κόβωντας τις φλέβες του. Μου είπε “καλύτερα να πεθάνω εδώ από το να επιστρέψω στη Ρωσία”».
Στη φωτογραφία, ο 34χρονος Τσετσένος Amaev Khavazi (δεύτερος από δεξιά) κρατώντας ρουκετοβόλο, μαζί με άλλους Τσετσένους αυτονομιστές αντάρτες.
Αμέσως μετά τη σύλληψή του ο Khavazi υπέβαλε (την 25η Σεπτεμβρίου) αίτημα ασύλου χρησιμοποιώντας ψεύτικο όνομα, Umar Shamaev. Τα πραγματικά στοιχεία ταυτότητάς του αλλά και το γεγονός ότι κατεζητείτο από τη Ρωσία αποκαλύφθηκαν κατά τη δακτυλοσκόπησή του, μερικά δηλαδή εικοσιτετράωρα αργότερα.
Την 1η Οκτωβρίου η Εισαγγελία Εφετών Βορείου Ελλάδος διέταξε την προσωρινή κράτησή του για 40 ημέρες δυνάμει Ερυθράς Αγγελίας από την Interpol Ρωσίας. Φέρεται ότι στο διάστημα από τον Ιανουάριο του 2009 έως τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ο Amaev Khavazi προσχώρησε σε ένοπλη οργάνωση (της οποίας ηγείτο ο αυτονομιστής αντάρτης Gaziev Tarkhan) και συμμετείχε σε ένοπλες επιθέσεις κατά Ρωσικών κυβερνητικών δυνάμεων. Σε μία από αυτές, ο Khavazi κατηγορείται ότι πέταξε χειροβομβίδα εναντίον δύο αυτοκινήτων με συνέπεια τον θάνατο πέντε αστυνομικών και τον τραυματισμό τεσσάρων. Πάντως, το σε βάρος του ένταλμα εκδόθηκε μόλις τον Απρίλιο του 2014. Όπως ήταν αναμενόμενο η υπόθεση ενεργοποίησε ΕΛ.ΑΣ. και ΕΥΠ καθώς εκφράστηκαν σοβαρές υπόνοιες για το ενδεχόμενο ο 34χρονος Τσετσένος στο διάστημα 2012 – 2014 να συμμετείχε σε αιματηρές συγκρούσεις σε Συρία και βόρειο Ιράκ πολεμώντας στο πλευρό των ισλαμιστών μαχητών του ISIS. Tο σενάριο έγινε προσπάθεια να διαψευστεί από την ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, ενώ διαφορετική είναι η εκδοχή παρουσίασε στην «Κ» και η σύζυγός του, Zarema.
Είπε συγκεκριμένα ότι ο Khavazi από το 2000 μέχρι και το 2012 πολεμούσε ως αντάρτης στο πλευρό Τσετσένων αυτονομιστών ωστόσο, αρνήθηκε ότι η δράση του είχε θρησκευτικά κίνητρα: «Πίστευε και πολεμούσε μόνο για την εθνική ανεξαρτησία της Τσετσενίας. Δεν ταξίδεψε ποτέ στη Συρία ή το Ιράκ. Εγκατέλειψε την ένοπλη δράση όταν ένα τμήμα των ανταρτών άρχισε να οραματίζεται τη δημιουργία ισλαμικού χαλιφάτου στον Καύκασο». Προσέθεσε ότι ο 34χρονος, που σημειωτέον κρατείται στον Κορυδαλλό, εγκατέλειψε την ένοπλη δράση τo 2012 και κατέφυγε στην Τουρκία, όπου παρέμεινε κρυμμένος μέχρι τη σύλληψή του, αρχές Σεπτεμβρίου.
Η 37χρονη από το 2009 ζει στο Παρίσι σε καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα, μαζί με τη μητέρα και τον μικρότερο αδελφό της. Με τον Amaev Khavazi παντρεύτηκαν τον Μάρτιο του 2013 και ενώ το προηγούμενο διάστημα είχαν τακτική επικοινωνία μέσω Skype. O 34χρονος έμενε σε διαμέρισμα στη Γιάλοβα της Τουρκίας, μερικές δεκάδες χλμ. μακριά από την Κωνσταντινούπολη ζούσε σε καθεστώς παρανομίας στερούμενος ταξιδιωτικών εγγράφων, ενώ σύμφωνα με τη σύζυγό του κρυβόταν υπό τον φόβο να εντοπιστεί και να δολοφονηθεί από μέλη ρωσικών μυστικών υπηρεσιών που τον αναζητούσαν.
«Κάθε ένα – δύο μήνες ταξίδευα από το Παρίσι στην Κωνσταντινούπολη για να τον επισκεφθώ. Του είχα προτείνει να εγκατασταθώ εκεί μαζί του ωστόσο, εκείνος με είχε αποτρέψει λέγοντάς μου ότι είναι επικίνδυνα. Τον Ιούνιο τον επισκέφθηκα για τελευταία φορά. Μου είχε πει «”θα ‘ρθω να σε συναντήσω στο Παρίσι”» διηγείται. Όπως λέει, τα διαστήματα που ζούσαν μαζί στην Τουρκία συντηρούνταν χάρη στην υποστήριξη της τουρκικής Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης με όνομα Humanitarian Relief Foundation (Insani Yardim Vakfi). «Απ΄ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, το διάστημα που έμενε στην Τουρκία δεν ταξίδεψε σε Συρία, Ιράκ ή αλλού», είπε στην «Κ».
Η 37χρονη κατάγεται από την περιοχή Tsotsi – Yurt, της Τσετσενίας. Εργαζόταν ως δασκάλα μέχρι την άνοιξη του 2002. Κατά δήλωσή της, την 24η Μαΐου εκείνου του έτους άνδρες της ρωσικής αστυνομίας βασάνισαν μέχρι θανάτου τον πατέρα της (εργαζόταν ως υποδιευθυντής σε τοπικό σχολείο), προσπαθώντας να του αποσπάσουν πληροφορίες για τον 18χρονο αδελφό της, ο οποίος πολεμούσε στο πλευρό Τσετσένων ανταρτών. Δύο εβδομάδες αργότερα, μαζί με τη μητέρα και τον μικρότερο αδελφό της εγκατέλειψαν την περιοχή. Εγκαταστάθηκαν προσωρινά στο Νταγκεστάν στη συνέχεια στο Καζαχστάν πριν τελικά καταλήξουν στη Γαλλία. «Το 2005 έμαθα ότι ο αδελφός μου, τον οποίο είχα να δω από τη νύχτα δολοφονίας του πατέρα μου ήταν νεκρός. Είχε και αυτός δολοφονηθεί από κυβερνητικές δυνάμεις. Μαζί με τρία ακόμα άτομα είχαν επιστρέψει στο χωριό για να βρουν προμήθειες. Τους εντόπισε κάτοικος του χωριού και ειδοποίησε την Αστυνομία. Αφού τους εκτέλεσαν έδεσαν τις σωρούς τους από αυτοκίνητο και τους περιέφεραν στο χωριό» διηγείται.
Ο σύζυγός της, όπως η ίδια υποστηρίζει, σε νεαρή ηλικία ήθελε να καταταγεί στην Αστυνομία. Μετά την έναρξη του δεύτερου πολέμου της Τσετσενίας όμως, το 1999, εγκατέλειψε το χωριό του και για τα επόμενα δέκα και πλέον χρόνια πολεμούσε στις τάξεις των Τσετσένων αυτονομιστών.
Ο Έλληνας συνήγορος υπεράσπισης του Khavazi, κ. Γιάννης Λαυρεντιάδης, δήλωσε στην «Κ» ότι «περιέργως, κανένα δημόσιο έγγραφο σχετικό με την υπόθεση του Khavazi δεν έχει προς το παρόν κοινοποιηθεί στις ελληνικές δικαστικές αρχές». Ο κ. Λαυρεντιάδης παρατήρησε ακόμα ότι στην Ερυθρά Αγγελία της Interpol δεν γίνεται αναφορά στον αριθμό της δικαστικής απόφασης βάσει της οποίας διώκεται ο Khavazi και προανήγγειλε ότι θα καταθέσει προσφυγή κατά της απόφασης προσωρινής σύλληψης του 34χρονου Τσετσένου, ζητώντας, μεταξύ άλλων, τη μη έκδοση του Khavazi στη Ρωσία.
Στις 8 Οκτωβρίου έξω από την Ελληνική πρεσβεία στο Ελσίνκι πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση διαμαρτυρίας με αίτημα τη μην έκδοση του 34χρονου στη Ρωσία. Στην ίδια εκδήλωση, οι συγκεντρωθέντες ζήτησαν να μην απελαθούν (και άρα να τους δοθεί πολιτικό άσυλο) οι υπόλοιποι τέσσερις Τσετσένοι, που συνελήφθησαν μαζί με τον Khavazi και κρατούνται για παράνομη είσοδο στη χώρα. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται μια 18χρονη γυναίκα και το λίγων μηνών βρέφος της. Οι συγκεντρωθέντες έδωσαν επιστολή στον Έλληνα πρέσβη (φέρει υπογραφή “Τσετσενική κοινότητα στη Φινλανδία”) στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «σε περίπτωση έκδοσης ή απέλασής τους στη Ρωσία αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να δολοφονηθούν ή να βασανιστούν και να φυλακιστούν άδικα.
«Σας ζητούμε να λάβετε υπόψη το γεγονός ότι η “Διεθνής Αμνηστία” και άλλες οργανώσεις που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν επισημάνει σε εκθέσεις τους ότι οι Τσετσένοι πολίτες που βρίσκονται στην αντιπολίτευση διώκονται σοβαρά σε ολόκληρη τη Ρωσία», έγραφε η επιστολή. Παρόμοια κινητοποίηση οργανώθηκε χθες στο Όσλο της Νορβηγίας.